σουλουπώνω

σουλουπώνω
σουλούπωσα, σουλουπώθηκα, σουλουπωμένος, δίνω κάποια μορφή σε κάτι: Έδωσε το κοστούμι του στο ράφτη να το σουλουπώσει λιγάκι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σουλουπώνω — σουλουπώνω, σουλούπωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σουλουπώνω — Ν [σουλούπι] τακτοποιώ, βελτιώνω την εμφάνιση ενός προσώπου ή πράγματος, ευτρεπίζω …   Dictionary of Greek

  • σουλούπωμα — το, Ν [σουλουπώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σουλουπώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”